καριερίστικος

καριερίστικος
-η, -ο
αυτός που έχει σχέση με τον καριερίστα («δεν μπορώ να ανεχθώ την καριερίστικη νοοτροπία σου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”